Συνομιλίες με το πιο σιωπηλό πλάσμα του κόσμου, 72  βιωματικές ιστορίες γραμμένες από ιχθυολόγους.


Από τον πρόλογο του βιβλίου

Στην ερώτηση, πως θα περιγράφατε την δουλειά σας με τρεις λέξεις; Οι  ιχθυολόγοι που απάντησαν  επέλεξαν τις εξής λέξεις:

Δημιουργία, αλλαγές, προσαρμογή, εξέλιξη, νερό,  έξαψη, ψάρι, ένταση,  νοσταλγία, ήρωες, μανταλάκια, μοναξιά, καραβίδα, έρευνα, δημιουργία, ταγκό, δυναμική, σιωπή, έρωτας, κόπος, hobby και επάγγελμα ταυτόχρονα, εξάρει την ανθρώπινη περιέργεια, γαμημένη ιστορία αλλά γουστάρω, «τα ψάρια  σταθερά  στην πρώτη πεντάδα των προϊόντων που εξάγει η χώρα», εξαιρετική, τσιγαριλίκι, υγρασία, υπέροχα, δημιουργία, τσατίλα, εμετός, κύμα, πίστη, γάντια, απογοήτευση, ανέφικτο, εφικτό, παρατήρηση, νύστα, ξημέρωμα, σνομπ, χρήματα, δημιουργία, απαξίωση, ενθυμήματα, λιμνοθάλασσες, δυσκολία, αέρας, πανσέληνος, διαφορετικότητα,  χαρά, πίστη, λύπη, ανταγωνισμός,  «η καθημερινότητα μας και το μέλλον  της  δουλειά μας, θα είναι  καλύτερα (ομορφότερα)  αν εμείς  δουλέψουμε  αλλιώς»,  κίνδυνος, μαγεία, λίμνη, ιδέα, ποταμός, ανοίγει νέους καινοτόμους ορίζοντες, τραγούδι, πίστη, σιωπή, μαλάκας, απώλεια, χωρισμός,  μουσική, υπομονή, πίστη, πρόκληση, δημιουργία, κρύο, ζέστη, ήλιος.

Οι  λέξεις δημιουργία και πίστη επαναλαμβάνονται πολλές φορές…

Οι ιχθυολόγοι έγραψαν τις ιστορίες που ακολουθούν ελεύθερα, χωρίς κανένα περιορισμό, έγραψαν από καρδιάς, ιστορίες πραγματικές, βιώματα μοναδικά που τους σημάδεψαν, όλοι στις ίδιες ράγες, αλλά σε διαφορετικές  διαδρομές.

Αυτοί είμαστε, παρατηρητές της σιωπής, σύμμαχοι και συνοδοιπόροι του πιο σιωπηλού πλάσματος, ιδιόρρυθμοι, στο ίδιο νόμισμα χαρά και λύπη, δημιουργία, δημιουργία, πίστη, αγώνας, τα χρήματα μια άλλη υπόθεση…

Αν κάποιος ρωτούσε αξίζει τον κόπο;

Ακόμη και η πιο απογοητευμένη ή απογοητευμένος  ιχθυολόγος θα απαντούσε: ναι αξίζει τον κόπο!

Οι ιστορίες που ακολουθούν δεν είναι λογοτεχνικά κείμενα, είναι δημόσιες εξομολογήσεις προς τους εαυτούς μας, ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούμε και μεταξύ μας και με τον κόσμο.

Η ευθύνη για ότι γράφεται αφορά αποκλειστικά τον συγγραφέα της κάθε ιστορίας.

Ευχαριστώ όσες και όσους μου εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους και όσους υποστήριξαν αυτή την προσπάθεια.

Γιάννης Πάσχος


Φωτογραφία: Μάνος Κουτράκης, Αλεξανδρούπολη


Δεκαπενταύγουστος

Του Γιάννη Πάσχου                                                                            

Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στους ιχθυογεννητικούς σταθμούς, εκεί που γίνεται η τεχνητή αναπαραγωγή των ψαριών. Σε έναν τέτοιο σταθμό γνώρισα τον Αντρέα, τον κυρ-Αντρέα, τον φύλακα του σταθμού. Ήταν τότε γύρω στα εξήντα, σχετικά κοντός, μυώδης, με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, λιγομίλητος και ακούραστος. Μοναχικός και απόμακρος, αλλά πάντα πρόθυμος να βοηθήσει σε οποιαδήποτε δουλειά. Ο σταθμός ήταν το σπίτι του και τα χιλιάδες μικρά ψαράκια, με τον τρόπο που τα φρόντιζε, σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν η μοναδική του έγνοια. Δεν ξέρω αν κοιμόταν ή πότε κοιμόταν. Όποτε κι αν πήγαινα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ήταν όρθιος ή άντε το πολύ ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, πάντα ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς. Μια απαίσια, βαριά μυρωδιά παλιοκαιρισμένης ψαρίλας σε τύλιγε, αν επιχειρούσες να ανοίξεις την πόρτα του δωματίου του. Αλλά και ο Αντρέας άφηνε σε κάθε του βήμα τη γνωστή του μυρωδιά, έτσι που εύκολα μπορούσα να τον βρω και εγώ, και οι γάτες της περιοχής. Ακόμη και τα καθαρά, υποτίθεται, ρούχα του, και αυτά μύριζαν ψαρίλα, λες και είχαν κολλήσει πάνω του τόνοι λέπια και δεν ξεκολλούσαν με τίποτε. Η αλήθεια είναι ότι κι αυτός δεν προσπάθησε ποτέ να αποδιώξει τη χαρακτηριστική αυτή μυρωδιά. Δεν θυμάμαι ποτέ να τον έχω δει πλυμένο και περιποιημένο. Κι αν καμιά φορά προσπαθούσα με τρόπο να του πω για φρέσκο νεράκι και σαμπουάν, με κοιτούσε παράξενα, λες και του μιλούσα για κάτι άγνωστο και σπάνιο. Άγριο, τραχύ και απολίτιστο τον θεωρούσαν όσοι δεν τον γνώριζαν, αλλά και αυτοί που τον γνώριζαν είχαν πολλές απορίες.     

Ήταν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου όταν πήγα ξημερώματα στον σταθμό να τακτοποιήσω κάνα δυο δουλειές, μήπως και καταφέρω μέχρι το μεσημεράκι να εκδράμω κατά τη θάλασσα. Ο Αντρέας δεν ήταν στο δωμάτιό του. Έριξα μια γρήγορη ματιά, μα δεν τον είδα πουθενά.

Έφτιαξα καφέ και κάθισα στο μικρό μπαλκονάκι του γραφείου να χαζέψω το ξημέρωμα. Μέσα στην πρωινή ησυχία άκουσα κάπου να τρέχει νερό, πολύ νερό. Φοβήθηκα για κάποια βλάβη στο κύκλωμα του νερού του εκκολαπτηρίου, κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και τότε τον είδα να στέκεται γυμνός κάτω από την κεντρική βάνα του μεγάλου πύργου που αποθηκεύαμε το νερό για τις λεκάνες των ψαριών να πλένεται του καλού καιρού τυλιγμένος μέσα σε αφρούς από Tide! Έτοιμος ήμουν να του φωνάξω ότι το Tide είναι για τα ρούχα και δεν κάνει για λούσιμο και πλύσιμο, αλλά το μετάνιωσα. Αποσύρθηκα κι ανέβηκα στο γραφείο, σίγουρος ότι όπου να ’ναι θα καλούσα το πρώτων βοηθειών. Μετά από λίγο άκουσα τα βήματά του κι έναν διακριτικό χτύπο στην πόρτα. «Χρόνια πολλά» είπε ο Αντρέας χώνοντας το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Φαινόταν χαρούμενος και το μαλλί -εκεί εστίασα ήθελα δεν ήθελα- ήταν σγουρό, φουντωτό και γεμάτο σαν ανοιξιάτικος θάμνος. Του έκανα νόημα να μπει μέσα και τότε ξαφνιάστηκα για τα καλά. Άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι και μαύρα παπούτσια, όλα πεντακάθαρα. Μείναμε απορημένοι και οι δύο, και αυτός, και εγώ. Εγώ γι’ αυτό που έβλεπα κι αυτός για αυτή του τη μεταμόρφωση που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό μου λεπτομερώς καθώς τον κοίταζα.

«Κάθε Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας», μου λέει σιγανά, αν και ήμασταν μόνοι οι δυο μας, «πλένομαι και φορώ τα καθαρά μου. Συνήθεια που μου ’μεινε από μικρό παιδί, ακόμη κι όταν δούλευα στα ασφαλτικά, στα έρημα παλιοχώρια, εκεί που άνθρωπος δεν περνά».

Με εντυπωσίασε ο Αντρέας και να τον ρωτήσω ήθελα, όση ώρα πίναμε καφέ, αν έχει φαγούρα από το Tide, αλλά το ανέβαλα, μιας και τον έβλεπα να είναι μια χαρά, άνετος και κυρίως πεντακάθαρος. Και τι δεν είπαμε εκείνη τη μέρα. Πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβω. «Άντε, να πας στη θάλασσα», μου είπε, «εγώ θα ΄μαι δω, μη σε νοιάζει». Δεν μου πήγαινε να φύγω, δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο μια τέτοια μέρα, που είχε στολιστεί και τα καλά του ρούχα είχε φορέσει.

Κίνησα να φύγω, αλλά ξαναγύρισα με ένα καφάσι μπίρες και δυο κιλά αρνάκι στη λαδόκολλα. Τον βρήκα να στέκεται σαν γαμπρός στην πόρτα του εκκολαπτηρίου, λες και περίμενε μια νύφη, που δεν είχε έρθει ποτέ, τη μάνα του, που τον είχε εγκαταλείψει μικρό, ίσως την ίδια τη Μεγαλόχαρη. Αν και δεν είπε τίποτε, φάνηκε να χάρηκε που με είδε. Πιάτα δεν είχαμε, ούτε και ποτήρια, αλλά, και να είχαμε, άπλυτα θα μέναν, το απορρυπαντικό είχε τελειώσει… «Καλή Παναγιά» ευχήθηκε ο Αντρέας και τσουγκρίσαμε τα μπουκάλια μας.


Ο Agron που έγινε Αρίστος

Της Μαρίας Μπαΐρα

Χθες βράδυ ήρθε στον ύπνο μου πάλι η μάνα. Ντυμένη με το καλό της το φουστάνι, καθισμένη στην άκρη του ντιβανιού, να κρατά στα χέρια το ρολόι του πατέρα και να κλαίει το ίδιο βουβά και χωρίς τελειωμό, όπως εκείνη τη νύχτα που είπα πως θα φύγω.
«Πού θα πας παιδί μου;» με ρώτησε. Τέσσερα μοιρολόγια γράφτηκαν για τον δρόμο αυτόν. «Κι αν πάθεις κάτι, εγώ τι θα γίνω; Πάει, με πήρε το ποτάμι».
Η γιαγιά μου η Τζέτζο, απ’ την άλλη πλευρά του τραπεζιού με κοιτούσε με θυμό. Τόσο πολύ θύμωσε, που έβαλε το άσπρο μαντήλι γύρω από το στόμα της και έκανε μέρες να μου μιλήσει. Είχα πάρει όμως την απόφασή μου. Ήθελα μία καινούργια ζωή, μία αρχή, ήθελα να φτάσω στον παράδεισο που είχα στα όνειρά μου.
Ξεκινήσαμε νύχτα, εγώ, ο Αdrianno, συμμαθητής και γείτονας, και ο γερό-Flamur, που γνώριζε τα βουνά και το ποτάμι σαν την παλάμη του. Βαδίζαμε σαν ένα νυχτερινό σύννεφο που υπάρχει, αλλά δεν το βλέπει ανθρώπου μάτι, τόσο προσεχτικοί, που δεν πατούσε ο ένας τη σκιά του άλλου. Όταν πεινούσα, έκοβα μικρές μπουκιές απ’ το ψωμί που μού ’βαλε κοντά η μάνα, σαν τα αγιασμένα ψωμάκια που δίνουν τις Κυριακές οι χριστιανοί παπάδες. Κι όταν σκεφτόμουν πίσω τη μάνα και μ’ έπαιρνε ο καημός, έσκυβα το κεφάλι να στάξουν στη γη τα δάκρυα.
Άκουγα τη σιωπή και τη βουή του δάσους και ανατρίχιαζα. Όταν φτάσαμε στο ποτάμι, φοβήθηκα και σάστισα. Ο Αdrianno δείλιασε, έτσι ορμητικά που χτύπαγε τα λιθάρια κι άσπριζε. Τού ’δωσα κουράγιο και το χέρι μου. Κι όταν διαβήκαμε στην αντίπερα όχθη, ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά του μου είπε:

«Agron, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό».
Προχωρούσαμε, προχωρούσαμε κι, όσο πλησιάζαμε στα σύνορα, ένιωθα φόβο, κενό, θάνατο. Μέχρι που σαν θαύμα περάσαμε αντίκρυ. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι τα είχαμε καταφέρει. Είχαμε κρατήσει ακόμα και τις αναπνοές μας. Μόνο οι χτύποι της καρδιάς μας ακούγονταν.

Περάσαμε τα σύνορα μιας ξένης χώρας, της Ελλάδας, στις 15 Απριλίου του 1990. Τσαμαντάς, Γιάννενα, Αθήνα. Χαρούμενος, χαμένος, φοβισμένος. Ερχόμουνα από μία άλλη χώρα που όλα ήταν αλλιώς, αλλά εκείνη την πρώτη νύχτα που άπλωσα το κορμί μου πάλι σε στρώμα ένιωσα σαν να γεννήθηκα ξανά.
Τις πρώτες μέρες κρυβόμουν σε σπίτια συγχωριανών, αλλά σιγά-σιγά ξεθάρρεψα και άρχισα να βγαίνω. Μάζευα και κράταγα στον νου δρόμους, εικόνες, μυρωδιές, νοήματα, χειρονομίες. Έτρεμα στο άκουσμα δύο λέξεων: Polizia και passporte. Αλλά έπρεπε να μάθω να επιβιώνω με κάθε τρόπο. Με σιωπή, χαμόγελο, πονηριά, αθωότητα, παρανομία, μπέσα αλλά και με ευγνωμοσύνη.
Όλα ήταν αλλιώς, φώτα, δρόμοι, η μυρωδιά των τσιγάρων, το ψωμί, η μπίρα σε κουτί, οι πόρτες που ανοιγοκλείνουν αυτόματα, τα μπουρδέλα, οι τουρίστες, τα πρόσωπα που δεν ήταν σκυθρωπά. Όλα, καινούργια κι άγνωστα.
Βρήκα δουλειά σε οικοδομή. Έβγαζα με το σκεπάρνι πρόκες από τάβλες κι, όταν τελείωνα απ’ αυτό, καμιά φορά έγραφα τα αρχικά του αφεντικού πάνω στο ξύλο. Χ.Κ-Α.Κ.
Μαζί με τα γράμματα άρχισα να μαθαίνω και λέξεις. Μάθαινα χωρίς να ξέρω πως μαθαίνω, αλλά άρχισα να ξεχωρίζω και τους ανθρώπους. Υπήρχαν αυτοί που με φώναζαν Αλβανό κι αυτοί που με φώναζαν με το όνομά μου. Στην πατρίδα μου λέμε «Nga del fjala, del dhe shpirti»* και έχω μάθει να είμαι προσεχτικός στα λόγια.
Πέρασε ο καιρός και από πρόκα σε πρόκα άλλαξα πόλεις και δουλειές. Κηπουρός, βοηθός σε πλακατζή, ψήστης. Και μετά από όλα αυτά βρέθηκα στην άκρη μιας ερημιάς να ταΐζω ψάρια. «Πώς σε λένε;» με ρώτησε ο βαρκάρης που με άφησε στη χτισμένη σκάλα, εκεί στα ριζά του βουνού. «Agron» του απάντησα.

«Τι Agron και Αγρότης, Αρίστος θα λες».
Μου πήρε μήνες να μάθω τη μοναξιά του δάσους, τη βουή του αέρα και της θάλασσας, τις νύχτες να μη σκιάζομαι. Κι όταν κάποιες μέρες μου πέφτουν βαριά τα δειλινά και κάποιες νύχτες με φεγγάρι η μοναξιά πλακώνει το στήθος μου, λέω μέσα μου ότι ίσως να ήταν καλύτερο να μη με κέρδιζε αυτή η ερημιά. Όμως σκέφτομαι πως η μοναξιά είναι αντρίκια υπόθεση και παίρνω κουράγιο.
Κάθε πρωί γράφω τη θερμοκρασία του νερού στο ημερολόγιο. Αρχίζω κλουβί-κλουβί το τάισμα, σηκώνω προσεκτικά τα δίχτυα, βγάζω και μετρώ τα ψόφια ψάρια, σφίγγω τα σχοινιά από τα σκιάδια, καρφώνω κάνα σηκωμένο καρφί από τα ξύλα των κλουβιών και μετά βγαίνω έξω στο τροχόσπιτο. Όταν έχει καιρό και δεν μπορώ να φτάσω με τη βάρκα στα κλουβιά, μπαλώνω έξω δίχτυα. Τα βράδια βάζω τη γεννήτρια μπρος, μιλάω με το αφεντικό στο VHF, ακούω ράδιο και μετά κοιμάμαι. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως τα ψάρια κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά και γελάω. Αλλά σίγουρα φοβούνται. Έχω δει πώς σκιάζονται με την απόχη και με το φως των αστραπών και ξέρω ότι αρρωσταίνουν, και εγώ τότε πρέπει μαζί με την τροφή να βάζω μια κίτρινη σκόνη φάρμακο μαζί με λάδι. Και μπορώ να καταλάβω πότε είναι χορτάτα, γιατί τότε γυρίζουν και κολυμπούν στο πλάι και ασημοβολάει όλο το κλουβί.
Κάθε σαράντα μέρες, που έρχεται ο γιατρός για τα ψάρια, με παίρνει μαζί του στην επιστροφή, και κατεβαίνουμε Αθήνα. Με περιμένει και ένα κορίτσι τώρα πια. Τη λένε Μόνικα και είναι από τη Ρουμανία. Της αρέσει να της μιλώ για την πόλη μου, την πόλη των χιλίων παραθύρων, και κάποιες νύχτες μου ζητά να της πω το παραμύθι για το βουνό Τομάρ, που ήταν κάποτε ένας γίγαντας ατρόμητος που πάλεψε με έναν άλλον γίγαντα, τον Σφίραγκ, για τα μάτια μιας κοπέλας. Σκοτώθηκαν και οι δυο και τα δάκρυα της κοπέλας σχημάτισαν τον ποταμό Όσουμ.
«Μια μέρα θα φύγουμε μαζί για το Μπεράτι και θα μείνουμε εκεί για πάντα». «Είμαι ο Agron που έγινα Αρίστος. Ξέρω πως πάντα θα με κοιτούν και θα λένε: Αυτοί δεν είναι σαν εμάς». Τις περισσότερες φορές νιώθω σαν δέντρο που οι ρίζες του χώνονται όλο και πιο βαθιά στην καινούργια πατρίδα, ενώ τα φύλλα λαχταρούν την παλιά. Βαστώ κι αντέχω όμως και θέλω να ξαναδώ τη μάνα, ζωντανή και χαρούμενη. Να της πω «πιάσε, βρε μάνα, το τραγούδι σου», κι αυτή ντροπαλά και σιγανά να αρχίσει:
Ani more djale perpara bajrakut
ani sec mu dogj zemra prej marakut*….

*1: Από κει που βγαίνει ο λόγος βγαίνει και η ψυχή.
*2: Παλικάρι μπροστά απ’ τη σημαία μου’ χεις βάλει φωτιά στην καρδιά… (παραδοσιακό Αλβανίας)