Μια νυξ δι εν έτος- Une nuit pour un an
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Στο «Μια νυξ δι’ εν έτος» ο Γιάννης Πάσχος κατάφερε μες στο ελάχιστο να κλείσει το μέγιστο. Σε μικροσκοπικά φιαλίδια το μεθυστικό άρωμα μιάς ζωής, πολλών επάλληλων ζωών – ν’ ανοίγεις το καπάκι και να ξεχύνονται οι μυρωδιές ολόκληρου κήπου… (….) Ο Γ. Πάσχος δεν πλάθει μύθο, κατά τις κλασσικές συνταγές, τον ανακαλύπτει, ή μάλλον αρέσκεται να ντύνει μ’ αίσθημα όσα οι πολλοί θα προσπεράσουν αδιάφοροι. Σ’ ελάχιστες σελίδες μέσα, καταφέρνει να δέσει χαρακτήρες ολόφρεσκους, να σαρκάσει και ν’ αγαπήσει, να φανερώσει την κρυφή του περιφρόνηση για όσους «δεν καταλαβαίνουν από τέτοια», να δείξει με κλείσιμο πονηρό του ματιού λεπτομέρειες ουσιαστικώτατες, και να τελειώσει πάντα με μιά κορύφωση, που δένει τ’ όλο κείμενο όπως τα σιδερένια στεφάνια κρατάν τις ντούγιες βαρελιού δρύινου, γεμάτου σπάνιο μεθυστικό κρασί.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του Στάντη Ρ. Αποστολίδη
Καθώς ξεπροβάλει η Άνοιξη
Καθώς ξεπροβάλει η Άνοιξη, έχω δυο υποθέσεις να τακτοποιήσω. Πρώτον τα νέα βλαστάρια των δένδρων και κυρίως της μουριάς και δεύτερον να περιποιηθώ τα κλωνάρια και τα άνθη της κουτσουπιάς. Η μουριά με ενδιαφέρει γιατί ίσκιο παχύ κι ελαφρύ κρατά το καλοκαίρι και καρπούς όμορφους κάνει ζηλευτούς από ανθρώπους και ζωντανά. Η κουτσουπιά όμως, με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, γιατί είναι το σημείο συνάντησης μου με τον Ιούδα. Προσπαθώ ολοχρονίς να είναι όσο γίνεται καλύτερα λουλουδιασμένη την κατάλληλη στιγμή και τα κλωνάρια της νάναι γερά, λεία και ζωντανά, έτοιμα το βάρος και τους σπασμούς του μετανοήσαντος σώματος να αντέξουν. Αφού έχω ολοκληρώσει όλες τις εργασίες, δηλαδή, ξεβοτάνισμα της ρίζας, καθάρισμα και κόψιμο των ξερών κλαδιών, άσπρισμα του κορμού και άνοιγμα του μονοπατιού που οδηγεί στο δένδρο, κάθομαι και τον περιμένω πλέκοντας τη θηλιά. Περιμένω ξάγρυπνος μέρα και νύχτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη έως ότου ο Ιούδας να φανεί. Κάθε φορά τον ακούω από μακριά να πλησιάζει αγκομαχώντας. Λυσσομανά, οδύρεται και καταριέται τον εαυτό του. Ακούω αναφιλητά και οιμωγές καθώς σκίζεται μέσα στα βάτα και στα αγριόχορτα. Μυρίζω το αίμα από τα ματωμένα του πόδια, τη βαριά αναπνοή και τις στάλες του ιδρώτα. Έρχεται, λέω, τη δική μου κουτσουπιά προτίμησε και φέτος. Μόλις φθάνει σε κακή κατάσταση, στέκεται για λίγο όρθιος εμπρός μου και μου υποδεικνύει το κλωνάρι που επιθυμεί να κρεμαστεί. Του δίνω την θηλιά, τη περνά στον λαιμό, γυρνά το βλέμμα του προς τον ουρανό, κάτι ψελλίζει και ρίχνεται στο κενό. Το σώμα του μετέωρο συσπάται και σταδιακά παραδίνεται σε πλήρη ακινησία. Τότε μαζεύω το σκοινί, χαλαρώνω την θηλιά και αποκαθηλώνω το ταλαιπωρημένο σώμα στη ρίζα του δένδρου. Τρεις μέρες το μοιρολογώ. Μετά το αποχωρίζομαι. Συμφιλιωμένος με τύψεις και ενοχές, φορώντας ωραίο λευκό λινό πουκάμισο και κρατώντας μια κάτασπρη λαμπάδα περιδιαβαίνω τα εκκλησάκια το βράδυ της Ανάστασης. Αν και θα το ήθελα, γραβάτα δεν φορώ, δεν μπορώ. Με εμποδίζει το μελανό σημάδι τριγύρω στο λαιμό.
Quand surgit le printemps
Quand surgit le printemps, j’ai deux affaires ΰ mettre en ordre. D’abord, m’occuper des jeunes pousses des arbres, du mϋrier en particulier, et ensuite soigner les branches et les fleurs de l’arbre de Judιe. Le mϋrier m’intιresse, car il procure une ombre ιpaisse et lιgθre en ιtι, il fait de beaux fruits qu’apprιcient les hommes et les bκtes. Mais l’arbre de Judιe m’intιresse plus que tout autre, car il est mon point de rencontre avec Judas. Je m’emploie toute l’annιe ΰ ce qu’il soit, au moment adιquat, aussi fleur que possible et que ses branches soient solides, lisses et pleines de vie, prκtes supporter le poids et les convulsions du corps repenti. Aprθs avoir achevι les diverses tβches, autrement dit, sarclage aux racines, nettoyage et ιlagage des rameaux morts, chaulage du tronc et dιfrichage du sentier qui mθne l’arbre, je m’assois et je l’attends en tressant la corde. Je veille jour et nuit et j’attends jusqu’au Jeudi saint, que Judas apparaisse. Chaque fois, je l’entends de loin, qui approche en haletant. Il enrage, il se lamente et maudit. J’entends des sanglots et des gιmissements, tandis qu’il se dιchire dans les ronces et les herbes sauvages. Je perηois l’odeur de sang de ses pieds ιcorchιs, son souffle court et ses gouttes de sueur. « Il vient », dis-je, « cette annιe encore, il a prιfιrι mon arbre ». Dθs qu’il arrive, en piteux ιtat, il se tient quelques instants debout devant moi et il me dιsigne la branche ΰ laquelle il dιsire se pendre. Je lui tends le noeud coulant, il l’attache ΰ son cou, tourne son regard vers le ciel, bredouille quelque chose et se lance dans le vide. Son corps suspendu tressaute et peu peu se laisse aller ΰ une immobilitι complθte. Alors je ramθne la corde, je dιfais le noeud coulant et je dιpose le corps meurtri au pied de l’arbre. Trois jours durant, je le pleure avec des chants funθbres. Puis, je me sιpare de lui. Rιconciliι avec les remords et la culpabilitι, vκtu d’une belle chemise de lin blanc et tenant un cierge tout blanc, je parcours les petites ιglises, le soir de la Rιsurrection. Mκme si j’aimerais bien, je ne porte pas de cravate, je ne peux pas. La marque noire autour de mon cou m’en empκche. Translation: Isabel Tloupas
Ο Γιάννης Πάσχος διαβάζει το διήγημα “Καθώς ξεπροβάλει η Άνοιξη ” : https://www.youtube.com/watch?v=_KMAO5ojCxA
Ο Πάσχος γράφει για το παρελθόν του περίπου σαν να προσεύχεται. Αυτή η διηγηματογραφία είναι ψυχοθεραπευτική όχι τόσο για τα συμβάντα της όσο για την απόλυτη αίσθηση εσωτερικότητας που επιτυγχάνει ο συγγραφέας. Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα,2009
Συλλογή διηγημάτων από έναν διεισδυτικό και ευαίσθητο συγγραφέα που μέσα από το έλασσον μιλάει για το μέγα. Καθημερινή, Ν. Βατόπουλος,2009
Οι ιστορίες στο «Μία νυξ δι’ έν έτος» είναι μικρές, ακόμη και αυτές που καταλήγουν μετέωρες σου μένουν, σου αφήνουν γεύση και επανέρχονται στη σκέψη σου σε ανύποπτο διάστημα. Θύμιος Τζάλλας ,Ηπερωτκός Αγών,2009